- αυτοπήμων
- αὐτοπήμων, -ον (Α)αυτός που δημιουργεί ο ίδιος τα παθήματά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + -πήμων < πήμα «πάθημα, δυστυχία, συμφορά» (πρβλ. απήμων, πολυπήμων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοπήμων — for one s own woes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)